- βούλημα
- τό1) намерение, решение; 2) психол, волевой акт; 3) см. βούλιαγμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βούλημα — βούλημα, το (AM) [βούλομαι] μσν. συμβουλή αρχ. 1. σκοπός, πρόθεση 2. συναίνεση … Dictionary of Greek
βούλημα — purpose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλημα — το (ψυχολ.) 1. η θέληση, κάθε απόφαση που παίρνει κανείς ύστερα από σκέψη, η βουλητική πράξη. 2. η πρόθεση, ο σκοπός: Το βούλημά του ήταν να σπουδάσει στο εξωτερικό, μα δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούλημ' — βούλημα , βούλημα purpose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλημάτων — βούλημα purpose neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλήμασι — βούλημα purpose neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλήμασιν — βούλημα purpose neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλήματα — βούλημα purpose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλήματι — βούλημα purpose neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλήματος — βούλημα purpose neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВОЛЯ — (лат. voluntas, англ. will, ит. volonta, нем. Wille, фр. volonte) специфическая способность или сила, не вполне тождественная разуму или отличная от него. В истории европейской философии понятие В. имело два основных значения: 1) способность… … Философская энциклопедия